στερνόπληκτος

στερνόπληκτος
-ον, Μ
αυτός που έχει χτυπηθεί στο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”